- μεσοτείχισμα
- τοστρ. (στην παλαιά οχυρωματική τέχνη) οχυρωματικό έργο το οποίο χρησίμευε για τη σύνδεση δύο μεγαλύτερων οχυρών και το οποίο αντιστοιχούσε στο μεταπύργιο, που συνέδεε δύο παρακείμενους προμαχώνες.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + τείχισμα (< τειχίζω). Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].
Dictionary of Greek. 2013.